- δρωπικιάρης
- οο άρρωστος από υδρωπικία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δρωπικιάρης — ο ο προσβλημένος από ύδρωπα … Dictionary of Greek